- βοηλατικός
- βοηλατικός, -ή, -όν (Α)1. όποιος ανήκει στον βοηλάτη2. ο κατάλληλος για βουκόλος3. το θηλ. ως ουσ. η βοηλατικήη τέχνη του βοηλάτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοηλατικῆς — βοηλατικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηλατική — βοηλατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)